προδρομεύειν

προδρομεύειν
προδρομεύω
to be a mounted skirmisher
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδρομεύω — Α [πρόδρομος] είμαι έφιππος ανιχνευτής, ανήκω στην έφιππη εμπροσθοφυλακή, προπορεύομαι ως μέλος έφιππης εμπροσθοφυλακής («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους, ὅσοι ἂν αὐτῇ δοκῶσιν ἐπιτήδειοι προδρομεύειν εἶναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”